- αγαμεμνόνειος
- -α, -ο (Α ἀγαμεμνόνειος, -α, -ον και -ιος, -ία, -ιον και -εος, -εα, -εον)ο σχετικός με τον Αγαμέμνονα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Ἀγαμεμνόνειος — Ἀγαμεμνόνεος Agamemnon masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)